- παιπαλόεις
- παιπαλόεις, -εσσα, -εν (Α)(επικ. τ.)1. τραχύς, απότομος, απόκρημνος («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», Ομ. Ιλ.)2. (σχετικά με ορεινές οδούς ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, ανώμαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη].
Dictionary of Greek. 2013.